- αντιάω
- ἀντιάω κ. (ιων. κ. επ.) ἀντιόω (Α) [αντί]1.πηγαίνω προς συνάντηση ή προς υποδοχή κάποιου, συναντώ κάποιον φιλικά ή εχθρικά2. επιδιώκω να συναντήσω κάποιον3. (για βέλη) βάλλω, χτυπώ4. (για θεούς) έρχομαι για να δεχθώ ή δέχομαι θυσία5.μετέχω σε κάτι, απολαμβάνω6. αναμετριέμαι με κάποιον7. έρχομαι για να κηδεύσω κάποιον, για να συμμετάσχω στην τελετή του ενταφιασμού του8. συναντώ, κάποιον κατά τύχη9. πλησιάζω ως ικέτης, ικετεύω.
Dictionary of Greek. 2013.